Δεν είναι παχουλός με γούνα, κόκκινη στολή, κάτασπρα γένια και τρανταχτό γέλιο, ο δικός μας Άγιος Βασίλης. Δεν έρχεται με έλκηθρο που το σέρνουν ελάφια και δεν κατεβαίνει από την καμινάδα φέρνοντας δώρα στα μικρά παιδιά.
Η εικόνα που έχουν μάθει τα παιδιά μας είναι η ευρωπαϊκή εκδοχή, που όταν ήρθε στην Ελλάδα (τη δεκαετία 1950-1960) μετονομάστηκε αυθαίρετα από Santa Claus ή Père Noël σε Άγιος Βασίλης. Στη Δύση το πρόσωπο του Santa Claus έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Οι βόρειοι λαοί προσέθεσαν στοιχεία των δικών τους παραδόσεων (τάρανδοι, έλκηθρο, άστρο του Βορρά, μεγάλες κάλτσες κλπ).
Μια εικόνα ενδεχομένως πιο ελκυστική και “πιασάρικη” από τον δικό μας Άη Βασίλη: Τον μελαχρινό αδύνατο Μικρασιάτη, με τα μαύρα γένια και τα καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα. Στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί.
«Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερα από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ' τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε»*, γράφει ο καθηγητής Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος, στο βιβλίο του "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών" των εκδόσεων Φιλιππότη. «Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του, ούτε σακί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό. Έφερνε καλή τύχη ιδιαίτερα και την ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το "μαγικό" ραβδί του, απ' όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του».
Εξ ου και τα Κάλαντα της Προποντίδας:
«Άγιος Βασίλης έρχεται Γενά- Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι κι απού- κι απούθε κατεβαίνεις.
Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω
να πα να μάθω γράμματα, να πω την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί π’ ακούμπησα, χλωρά χορτάρια βγάζει
κι απ’ κάτ’ τα χλωροβλάσταρα, περδίκια φωλιασμένα
δεν είν’ περδίκια μοναχά, ήταν και περιστέρια.
Τα περιστέρια πέταξαν, πάνε στην κρύα βρύση
παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνι στα φτερά τους
να λούσουν τον αφέντη τους, ν’ αγιάσουν την κυρά τους.»
Ο Μέγας Βασίλειος, γνωστός και ως Βασίλειος Καισαρείας ή Άγιος Βασίλειος, ήταν Έλληνας από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, ορθόδοξος επίσκοπος Καισαρείας. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου 379 μ.Χ.
Υπήρξε σημαντικός θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας, αντιτάχθηκε στις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Είναι ένας από τους Τρεις Ιεράρχες που θεωρούνται προστάτες της Παιδείας, μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Από πού προήλθε το έθιμο της βασιλόπιτας;
Ένα έθιμο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Η πιο ελκυστική και ενδιαφέρουσα απάντηση δημοσιεύτηκε το 1904 στο περιοδικό "Ξενοφάνης" από τον καθηγητή της Μέσης Σχολής Φαίδωνα Κουκουλέ:
Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν από τον ποιμενάρχη τους να τους προστατέψει.
Αυτός τους προέτρεψε να φέρουν όλοι ό,τι πολυτιμότερο αντικείμενο είχαν. Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο.
Η στάση του Μεγάλου Βασιλείου καταπράυνε τον Έπαρχο, ο οποίος δεν θέλησε να πάρει τελικά τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι. Όμως η προσπάθεια να ξαναπάρουν πίσω ο καθένας τα αντικείμενα που είχε προσφέρει αποδείχτηκε δύσκολο εγχείρημα, γιατί πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και νομίσματα.
Τότε, ο Δεσπότης τούς διέταξε να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και σαν από θαύμα κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα που πήρε αυτό που είχε προσφέρει!
*Γιατί λοιπόν στα κάλαντα τραγουδάμε «Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται»;! Η υπέροχη εξήγηση σε προηγόυμενη ανάρτησή μας!